- ἕπου
- ἕπομαιpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)ἕπομαιimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Acousmate — Pythagore Pythagore Pythagore, détail de l École d Athènes de Raphaël, 1509 Naissance 580 Samos ( … Wikipédia en Français
Biographie de pythagore — Pythagore Pythagore Pythagore, détail de l École d Athènes de Raphaël, 1509 Naissance 580 Samos ( … Wikipédia en Français
Pytagore — Pythagore Pythagore Pythagore, détail de l École d Athènes de Raphaël, 1509 Naissance 580 Samos ( … Wikipédia en Français
Pythagor — Pythagore Pythagore Pythagore, détail de l École d Athènes de Raphaël, 1509 Naissance 580 Samos ( … Wikipédia en Français
Pythagore — (Πυθαγόρας) Philosophe présocratique Antiquité … Wikipédia en Français
κατισχναίνω — (Α) [ισχαίνω] 1. καθιστώ κάτι εντελώς ισχνό, αδύνατο («τῷ ἀτμῷ κατισχναίσουσα... ἕπου, μάραινε...» αδυνάτιζέ τον, λειώνε τον με θερμό φύσημα, ακολούθα τον, μάραινέ τον, Αισχύλ.) 2. ελαττώνω, περιορίζω τα συμπτώματα ασθένειας, τις εκδηλώσεις τού… … Dictionary of Greek
μηνυτήρ — μηνυτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρέχει πληροφορίες 2. οδηγός («ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῑς», Ευρ.) 3. αυτός που αποκαλύπτει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα τήρ (πρβλ. κωλυ τήρ)] … Dictionary of Greek
παιδάριο — το (ΑΜ παιδάριον, Α κατά δ. γρφ. παιδάρειον) μικρό παιδί, παιδάκι νεοελλ. ανόητος άνθρωπος αρχ. 1. μικρό κορίτσι 2. νεαρός δούλος («ἕπου μετ ἐμοῡ, παιδάριον, ἵνα πρὸς τὸν θεὸν ἴωμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek